- δοξαστικός
- -ή, -ό (AM δοξαστικός, -ή, -όν)μσν.- νεοελλ.1. αυτός με τον οποίο δοξάζει, εξυμνεί κάποιος, υμνητικός2. το ουδ. ως ουσ. το δοξαστικό(ν)ιδιόμελο, συνήθως, τροπάριο τού όρθρου, τής λιτής και τού εσπερινού, στο οποίο προτάσσεται ο στίχος «δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ...»αρχ.εκείνος που έχει σχέση με δοξασία, με εικασία.
Dictionary of Greek. 2013.